αλμοδοχείο

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

το
δοχείο (βαρέλι, πιθάρι, τσουκάλι κ.λπ.) που περιέχει άλμη·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλμη + δοχείο].