αλμυρόγλυκος

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

και αρμυρόγλυκος, -η, -ο
αυτός που έχει γεύση αλμυρή και γλυκιά μαζί, ο αρμυρόγλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλμυρός + γλυκός].