αλογοσύρτης
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Greek Monolingual
ο
1. κλέφτης αλόγων και γενικά ζώων, αλογοκλέφτης, ζωοκλέφτης
2. αυτός που βοηθά τους κλέφτες αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σύρτης.
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
ο
1. κλέφτης αλόγων και γενικά ζώων, αλογοκλέφτης, ζωοκλέφτης
2. αυτός που βοηθά τους κλέφτες αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σύρτης.