αλοσαχνιάζω

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

αλοσάχνη
(στο γ' ενικό πρόσωπο) αλοσαχνιάζει
επικάθεται λεπτό στρώμα από αλάτι.