αλοσαχνιάζω

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source

Greek Monolingual

αλοσάχνη
(στο γ' ενικό πρόσωπο) αλοσαχνιάζει
επικάθεται λεπτό στρώμα από αλάτι.