αλωναριάζομαι

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

αλωνάρης
παθαίνω ηλίαση κατά τον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη.