ηλίαση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἡλίασις) ηλιάζω
νεοελλ.
ιατρ.
1. κατάσταση η οποία προέρχεται από την άμεση επίδραση έντονης ηλιακής ακτινοβολίας στο κεφάλι, ηλιοπληξία, σειρίαση
2. εγκεφαλική συμφόρηση παροδική ή και θανατηφόρα, που προκαλείται από τον υπερβολικό καύσωνα
μσν.-αρχ.
η έκθεση στις ακτίνες του ήλιου, το κάψιμο από τον ήλιο, η υπερβολική θέρμανση, το λιάσιμο
αρχ.
το δικαστικό αξίωμα και η συνεδρίαση τών ηλιαστών δικαστών στην ηλιαία («οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα», Δημοσθ.).