αλωνοφύλακας

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἁλωνοφύλαξ)
ο φύλακας του αλωνιού και τών καρπών που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλων + φύλαξ.