αλόγα

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

η άλογο
1. θηλυκό άλογο, φοράδα
2. μεγαλόσωμο άλογο
3. σωματώδης γυναίκα, άκομψη και δυσκίνητη.