αλόγα

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

η άλογο
1. θηλυκό άλογο, φοράδα
2. μεγαλόσωμο άλογο
3. σωματώδης γυναίκα, άκομψη και δυσκίνητη.