Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμίαντο

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

το αμίαντος
τεχνολ.
1. (gas mantle) ύφασμα εμβαπτισμένο σε χημικές ουσίες (κυρίως άλατα σπάνιων γαιών) που εκπέμπει έντονο λευκό φως όταν θερμανθεί με τη βοήθεια φλόγας. Χρησιμοποιείται σε λάμπες αερίου και πετρελαίου
2. είδος λευκού δέρματος που χρησιμοποιείται ως σολόδερμα υποδημάτων.