αμαλαξιά

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

η αμάλακτος
1. το να μην μπορεί κάτι να μαλαχθεί
2. (για πρόσωπα) απονιά, σκληρότητα.