αμαλαξιά
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Greek Monolingual
η αμάλακτος
1. το να μην μπορεί κάτι να μαλαχθεί
2. (για πρόσωπα) απονιά, σκληρότητα.