αμαλλείον

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

ἀμαλλεῖον, το (AM) ἄμαλλα
σχοινί ή ταινία, με τα οποία δένουν δεμάτια σταχυών (χερόβολα).