αμαξιά

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η
1. φορτίο που χωράει ή μεταφέρεται σε μία μόνο άμαξα
2. διαδρομή φορτηγού αμαξιού από τον τόπο φόρτωσης μέχρι τον τόπο εκφόρτωσης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάξι + παραγ. κατάλ. –ιά].