αμετροβαθής

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει άμετρο, ανυπολόγιστο βάθος, ο πολύ βαθύς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμετρος + -βαθής < βάθος.