φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
ἀμηχανοεργός, -όν (Α)ο μη επιτήδειος, μη ικανός για εργασία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμήχανος + -εργός < ἔργον.