αμπελογενής

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

ἀμπελογενής, -ὲς (Α)
αυτός που ανήκει στο γένος της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος + -γενὴς < γένος].