ἀμπελογενής

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελογενής Medium diacritics: ἀμπελογενής Low diacritics: αμπελογενής Capitals: ΑΜΠΕΛΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: ampelogenḗs Transliteration B: ampelogenēs Transliteration C: ampelogenis Beta Code: a)mpelogenh/s

English (LSJ)

ἀμπελογενές, of vine kind, Arist.Ph.199b12.

Spanish (DGE)

-ές
subst. τὰ ἀ. vastagos de vid, vides Arist.Ph.199b12.

German (Pape)

[Seite 129] ές, vom Weinstock erzeugt, Arist. phys. ausc. 2, 8 (199, 12).

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελογενής: возникший от виноградной лозы (sc. φυτόν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελογενής: -ές, ἀνήκων εἰς τὸ γένος τῆς ἀμπέλου, Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12.

Greek Monolingual

ἀμπελογενής, -ὲς (Α)
αυτός που ανήκει στο γένος της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -γενὴς < γένος].