αμπελοκτήμονας
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
Greek Monolingual
ο
ο αμπελοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπελοκτήμων < άμπελος + -κτήμων < κτήμα < κτώμαι].