αμπελότρυγος

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

ο
τρύγος, τρυγητός αμπελιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπέλι + τρύγος.