αμυλάλευρο

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το
αλευροποιημένο άμυλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμυλο(ν) + άλευρο(ν), πρβλ. γαλλ. fecule].