αμφιπρόσωπος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

ἀμφιπρόσωπος, -ον (Α)
(συνήθως για τον Ιανό και την Εκάτη) αυτός που έχει δύο όψεις, δύο πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρόσωπον.