αμφιπρόσωπος
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
ἀμφιπρόσωπος, -ον (Α)
(συνήθως για τον Ιανό και την Εκάτη) αυτός που έχει δύο όψεις, δύο πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρόσωπον.