Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
ἀμφιπρόσωπος, -ον (Α)(συνήθως για τον Ιανό και την Εκάτη) αυτός που έχει δύο όψεις, δύο πρόσωπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρόσωπον.