αμφιπρόσωπος

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

ἀμφιπρόσωπος, -ον (Α)
(συνήθως για τον Ιανό και την Εκάτη) αυτός που έχει δύο όψεις, δύο πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρόσωπον.