ἀμφιπρόσωπος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἀμφιπρόσωπον,
A double-faced, Emp.61; epithet of Janus, = Lat. bifrons, Plu.Num.19; epithet of Hecate, Orac.Chald. ap. Procl.in Ti. 2.246D.
2 on two fronts, μάχη Onos.10.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1bifronte, de dos caras πολλὰ μὲν ἀμφιπρόσωπα καὶ ἀμφίστερνα φύεσθαι Emp.B 61.1, de Jano, Plu.Num.19, de Hécate Orac.Chald.189.
2 milit. de dos frentes μάχη Onas.10.2.
II 1de doble sentido o aspecto (literal y místico), Gr.Naz.M.37.1561A.
2 engañoso, Orac.Sib.2.263.
German (Pape)
[Seite 142] vorn u. hinten ein Angesicht habend, Empedocl. 214; Ianus bifrons, Plut. Num. 19; Ael. N. A. 6, 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double visage (Janus).
Étymologie: ἀμφί, πρόσωπον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπρόσωπος: двуликий Emped., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦν πρόσωπον, διπρόσωπος, Λατ. bifrons, Ἐμπεδ. 214, Πλουτ. Νουμ. 19, Αἰλ. π. Ζ. 16. 29.
Greek Monolingual
ἀμφιπρόσωπος, -ον (Α)
(συνήθως για τον Ιανό και την Εκάτη) αυτός που έχει δύο όψεις, δύο πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρόσωπον.
Greek Monotonic
ἀμφιπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει διπλό πρόσωπο, διπρόσωπος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Translations
two-faced
Greek: ανειλικρινής, δίκωλη καυκιά, δίκωλο πινάκι, δίμουρος, διμούτρης, διμούτσουνος, διπλομούτσουνος, διπλοπρόσωπος, διπρόσωπος, υποκριτικός, ύπουλος, φίδι, φίδι κολοβό; Ancient Greek: ἀμφιπρόσωπος, διπρόσωπος; English: two-faced, double-faced, Janus-faced; French: fourbe; German: doppelgesichtig, doppelzüngig, falsch; Hebrew: דּוּ פַּרְצוּפִי; Icelandic: falskur, tvöfaldur; Ido: disimulanta; Italian: a due facce, ipocrita, falso, sleale, doppio, bifronte; Latin: bifrons; Persian: دورو; Polish: dwulicowy; Russian: двуликий, двуличный; Scots: twafauld; Scottish Gaelic: dà-aodannach; Southern Altai: эки јӱстӱ; Swedish: falsk, lömsk, bakslug, opålitlig; Tagalog: doble-kara