αμύθητος
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμύθητος, -ον) μυθοῦμαι
άρρητος, απερίγραπτος, αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, κολοσσιαίος.
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
-η, -ο (Α ἀμύθητος, -ον) μυθοῦμαι
άρρητος, απερίγραπτος, αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, κολοσσιαίος.