αμύθητος
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμύθητος, -ον) μυθοῦμαι
άρρητος, απερίγραπτος, αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, κολοσσιαίος.