ανάκατος

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ανακατωμένος, ανάμικτος
2. αυτός που βρίσκεται σε αταξία, ανάστατος, αυτός που είναι άνω κάτω, ακατάστατος
3. αυτός που αποτελείται από ανόμοια πράγματα, συγκεχυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτος < ἀνώκατος με συνεκφορά τών επιρρ. της φρ. ἄνω κάτω.
ΠΑΡ. ανακατεύω, ανακατώνω].