ανάμειγμα
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
το
(για τροφές) μίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι (-ύω). Η λ. μαρτυρείται στον Κων. Κούμα, διδάσκαλο του Γένους].