ανάπαλση

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνάπαλσις) ἀναπάλλω
εκσφενδόνιση, εκτίναξη, αναπήδηση
νεοελλ.
(για θάλασσες, ποταμούς κ.λπ.) ανακύμανση, τρικυμία.