ανάστα

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
σύγχυση, αναστάτωση, άνω κάτω
η λ. απαντά σε φράσεις όπως «έγινε το ανάστα ο Θεός ή ανάστα ο Κύριος», «έγιναν όλοι τους ανάστα» κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που αποσπάστηκε από τη φράση του εκκλ. ύμνου «ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν...»].