ανέσπερος

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνέσπερος, -ον)
1. αυτός που δεν δύει, δεν βασιλεύει ποτέ
2. εκείνος που έχει παντοτινή λάμψη.