ανήλικος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνήλικος, -ον)
ο μη ενήλικος, αυτός που βρίσκεται ακόμη στην παιδική ή εφηβική ηλικία, αυτός που δεν έχει ενηλικιωθεί.