αναβίβαση

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

η αναβιβάζω
1. ανέβασμα
2. (ως γραμμ. όρος) ο αναβιβασμός.