αναβαστάζω

Greek Monolingual

ἀναβαστάζω) βαστάζω
ανυψώνω κάτι και το κρατώ με τα χέρια, κρατώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαστάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβαστακτήρ.