ἀναβαστάζω

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβαστάζω Medium diacritics: ἀναβαστάζω Low diacritics: αναβαστάζω Capitals: ΑΝΑΒΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: anabastázō Transliteration B: anabastazō Transliteration C: anavastazo Beta Code: a)nabasta/zw

English (LSJ)

raise or lift up, carry, J.AJ19.3.1, Luc.Anach. 24.

Spanish (DGE)

1 cargar, llevar encima las puertas ἐπὶ τῷ ὤμῳ LXX Id.16.3, a alguien, I.AI 19.220, Luc.Anach.24.
2 levantar ἐκ ῥιζῶν τὴν βοτάνην Cat.Cod.Astr.11(2).166.

German (Pape)

[Seite 180] (s. βαστάζω), aufheben und tragen, Luc. ἐς ὕψος τὸν ἀντίπαλον Gymn. 24.

French (Bailly abrégé)

porter en l'air ou sur les épaules.
Étymologie: ἀνά, βαστάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβαστάζω: поднимать, нести на плечах (τὸν ἀντίπαλον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαστάζω: ἀνεγείρω, σηκώνω ἐπάνω, φέρω, «ἐς ὕψος ἀναβαστάσας τὸν ἀντίπαλον» Λουκ. Γυμν. 24.

Greek Monolingual

ἀναβαστάζω) βαστάζω
ανυψώνω κάτι και το κρατώ με τα χέρια, κρατώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαστάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβαστακτήρ.

Greek Monotonic

ἀναβαστάζω: μέλ. -σω, ανεγείρω ή σηκώνω προς τα πάνω, κουβαλώ, σε Λουκ.

Middle Liddell

to raise or lift up, carry, Luc.