αναγελώ

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναγελῶ)
νεοελλ.
1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ
2. έχω χαρούμενη έκφραση
αρχ.
γελώ δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γελῶ].