αναγλυπτογραφία
From LSJ
Greek Monolingual
η (Γραφ. τεχν.)
η τέχνη παραγωγής αναγλύφων παραστάσεων στην επιφάνεια μετάλλου, δέρματος, υφάσματος, χαρτιού ή άλλου παρόμοιου υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγλυπτογράφος < ανάγλυπτος + -γράφος. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον γιατρό Α. Παλατιανό το 1882].