αναγόρευση

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναγόρευσις)
δημόσια ανακήρυξη, επίσημη απονομή τίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγορεύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγορευτικός].