διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
ἀναδάκνω (Α)1. δαγκάνω πάλι ή απλώς δαγκάνω2. εξοργίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δάκνω.ΠΑΡ. αρχ. ἀνάδηγμα].