αναδάσιμος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναδάσιμος, -ον) ἀναδατέομαι
αυτός που μπορεί ή πρέπει να διανεμηθεί, να διαμοιραστεί εκ νέου.