ανασυγκρότηση
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek Monolingual
η
η εκ νέου συγκρότηση, αναδιοργάνωση προς το καλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασυγκροτώ. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Ραμπαγάς].