πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
και μσν.-νεοελλ. –θυμώ μεσ. αναθυμίζομαι και -θυμάμαι και -θυμούμαι ή -θυμιέμαι
1. υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον
2. (ιδίως το μέσο), φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναπολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + θυμίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναθύμισμα, αναθυμιστικός].