ανακαμπτικός

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀνακαμπτικός, -ή, -όν) ἀνακάμπτω
αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει κάμψη.