ανακλαδίζομαι
From LSJ
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
Greek Monolingual
1. εκτείνω τα μέλη του σώματος μου ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή αδιαθεσίας, τεντώνομαι
2. κάθομαι οκλαδόν, σταυροπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + κλαδίζομαι < κλαδί.
ΠΑΡ. ανακλάδισμα, ανακλαδισμός, ανακλαδιστός].