εκτείνω

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκτείνω)
1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω
νεοελλ.
1. επεκτείνω, μεγαλώνω
2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος
αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη πεδιάδα»)
μσν.- νεοελλ.
μέσ. εξαπλώνομαι
μσν.
1. (για ήλιο) στέλνω
2. (για οργή) εντείνομαι
3. (για μάτια) ανοίγω, τεντώνω
αρχ.
1. ξαπλώνω πάνω σε κάτι, ιδίως στη γη
2. παθ. είμαι ξαπλωμένος για ύπνο
3. (για τόπο) είμαι εκτεταμένος
4. απλώνω δίχτυ
5. παρατάσσω τον στρατό κατά μήκος, επεκτείνω τη γραμμή φάλαγγας
6. παθ. γίνομαι λείος
7. (για λόγο) επεκτείνω, επιμηκύνω
8. (αμτβ.) επεκτείνομαι
9. τεντώνω το ιστίο για να επιταχύνω την πλεύση
10. τεντώνοντας το χαλινάρι αναγκάζω άλογο να τρέξει
11. εντείνω ένα πάθοςἐκτείνω τον θυμόν», Ανδ.)
12. παθ. εκπλήσσομαι
13. γραμμ. τρέπω μια βραχύχρονη συλλαβή σε μακρά.