ανακριβής

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

-ες (Μ ἀνακριβής)
ο μη ακριβής, ο μη σύμφωνος προς την αλήθεια, σφαλερός, λανθασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀκριβής.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακρίβεια].