ανακριτής

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ο
τακτικός δικαστής στον οποίο ανατίθεται από τον νόμο η διενέργεια κύριας ανάκρισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 «στους Ελληνικούς Κώδικες].