Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναλειχάδα

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

η αναλείχω
ανάδοση υγρασίας στην επιφάνεια τοίχου ή αγγείου με νερό.