ανάδοση
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
η (Α ἀνάδοσις)
(για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση
νεοελλ.
1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα
2. πρωινή δροσιά
αρχ.
1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα
2. εκπνοή
3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση
4. έμπνευση, παρόρμηση
5. (για γνώσεις) αφομοίωση, εμπέδωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδίδωμι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδοσιά Ι].