αναλφάβητος

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀναλφάβητος, -ον)
αυτός που δεν διαβάζει ούτε το αλφάβητο, ο εντελώς αγράμματος
νεοελλ.
αυτός που δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, ούτε να χρησιμοποιεί γραπτώς την αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀλφάβητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλφαβητισμός].