αλφάβητο

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το και ἀλφάβητος, η (Μ αλφάβητος, ο και σπάνια η)
1. το σύνολο τών γραμμάτων (τών γραπτών σημείων) γενικά ή ειδικότερα τών φθόγγων κάθε γλώσσας
2. τα είκοσι τέσσερα γράμματα της ελληνικής γλώσσας, η αλφαβήτα
νεοελλ.
στοιχειώδες βιβλίο που περιέχει το σύνολο τών αναγκαίων γνώσεων ή αρχών ενός επαγγέλματος ή μιας επιστήμης, βιβλίο που εισάγει σε ορισμένο κύκλο γνώσεων «το αλφάβητο του κομμουνισμού»
μσν.
ποίημα γραμμένο με αλφαβητική ακροστιχίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο όρος πλάστηκε πιθ. αρχικά στη Λατινική (alphabetum) από το όνομα τών δύο αρχικών γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου (άλφα, βήτα), από όπου πέρασε μετά στην Ελληνική, ενώ κατ' άλλους η λατ. λ. ξεκίνησε από το ελλην. μσν. ἀλφάβητος. (Για περισσότερα βλ. λ. αλφάβητα). ΠΑΡ μσν.-νεοελλ. αλφαβητάριο].