αναλώσιμος

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναλώσιμος, -ον) [ἀναλῶ Ι]
νεοελλ.
αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί
μσν.
αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει.