αναμελιά

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

και ανεμελιά, η ανάμελος
αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά, ατημελησία, ξενοιασιά.