ανανέμω

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) νέμω
1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω
2. διαβάζω, απαγγέλλω
3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω.