ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) νέμω1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω2. διαβάζω, απαγγέλλω3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω.