ανανέμω Search Google

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) νέμω
1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω
2. διαβάζω, απαγγέλλω
3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω.